- υπεισρέω
- Α [εἰσρέω]εισρέω βαθμιαία ή ανεπαίσθητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεισρεούσης — ὑπεισρέω flow in gradually pres part act fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek